σκιάσαι

σκιάσαι
σκιά̱σᾱͅ , σκιάω
overshadow
pres part act fem dat sg (doric)
σκιά̱σαῑ , σκιάω
overshadow
aor opt act 3rd sg (attic doric)
σκιά̱σᾱͅ , σκιάζω
overshadow
fut part act fem dat sg (doric)
σκιάζω
overshadow
aor inf act
σκιάσαῑ , σκιάζω
overshadow
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκιάζω — (I) ΝΑ [σκιά] 1. καλύπτω με σκιά («Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός», Σοφ.) 2. (σχετικά με ζωγραφική) σχηματίζω σκιά με βαθείς χρωματισμούς νεοελλ. εμποδίζω με το σώμα μου τη δίοδο τών φωτεινών ακτίνων, δημιουργώ σκιά αρχ. 1. καλύπτω, κρύβω («τὸ… …   Dictionary of Greek

  • χραύω — ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αγγίζω ελαφρά 2. τραυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. τού Ησύχ. ἔχραυσεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”